φρουραρχία

φρουραρχία
ἡ, Α [φρούραρχος]
το αξίωμα τού φρουράρχου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρουραρχίας — φρουραρχίᾱς , φρουραρχία office fem acc pl φρουραρχίᾱς , φρουραρχία office fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουραρχίαν — φρουραρχίᾱν , φρουραρχία office fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουραρχιῶν — φρουραρχία office fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακροναυπλία — Η ακρόπολη του Ναυπλίου, βραχώδης και οχυρή, που μαζί με το βουνό του Παλαμηδίου και το επιθαλάσσιο Μπούρτζι αποτελούν το φρουριακό συγκρότημα που υπεράσπιζε παλιά το Ναύπλιο. Η Α. κατακτήθηκε, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση· από τον Ναύπλιο,… …   Dictionary of Greek

  • Βάσσος, Μαυροβουνιώτης — (Πετροπαύλιτς, Μαυροβούνιο 1797 – Αθήνα 1847). Αγωνιστής του 1821. Διακρίθηκε για τον ηρωισμό και την περιπετειώδη ζωή του. Τον Αύγουστο του 1821 ανέλαβε τη συναρχηγία των Καρυστινών μαζί με τον Ηλία Μαυρομιχάλη. Το 1823 συμμετείχε στη Β’… …   Dictionary of Greek

  • Λούρια, ντε- — (de Luria). Επώνυμο οικογένειας από την Αραγονία της Ισπανίας, που άκμασε στην Ελλάδα κατά τον 14o αι. Εγκαταστάθηκαν στη Θήβα κατά την καταλανική περίοδο της φραγκοκρατίας και σημαντικότερα μέλη της ήταν τα εξής: 1. Αντώνιος (14ος αι.). Ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”